- συγκεραυνωθείς
- συγκεραυνόωstrike withaor part pass masc nom/voc sgσυγκεραυνόωstrike withaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… … Dictionary of Greek
συγκεραυνώ — όω, Α [κεραυνῶ] 1. χτυπώ τα πάντα με κεραυνό ή χτυπώ δυνατά σαν με κεραυνό («δρυΐνους συγκεραυνοῡσαι κλάδους», Ευρ.) 2. παθ. συγκεραυνοῡμαι, όομαι μτφ. αφήνω κάποιον εμβρόντητο ή αναίσθητο («οἴνω φρένας συγκεραυνωθείς», Αρχίλ.) … Dictionary of Greek